- παραπανίσιος, -ια, -ιο
- παραπανίσιος, -ια, -ιο και παραπανιστός, -ή, -ό ο περίσσιος, περιττός: Τα παραπανίσια λόγια είναι φτώχεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
έξτρα — ο, η, το άκλ. (λ. λατ.) 1. που είναι πέρα από το κανονισμένο, ο περίσσιος, ο παραπανίσιος: Μου πλήρωσε το μισθό και ένα ποσό έξτρα. 2. που έχει εξαιρετική ποιότητα, έξοχος, εξαίρετος: Η ρετσίνα σου είναι έξτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπανιστός — ή, ό βλ. παραπανίσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίσσιος, -ια, -ιο — 1. ο άφθονος, ο παραπανίσιος, ο πλούσιος: Και μερτικό περίσσιο απ όλα παίρνεις. 2. περιττός, άχρηστος: Έχεις στο σπίτι σου πολλά περίσσια πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίσσος — η, ο αυτός που ξεπερνά το κανονικό μέτρο, άφθονος, παραπανίσιος, περίσσιος: Όπου με βάνου ς λογισμό και σε περίσσα κάλλη (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισσεύω — περίσσεψα, μτχ. παθ. ενεστ. περισσευούμενος, αμτβ., είμαι παραπανίσιος, πλεονάζω: Του φτωχού το σκοινί μονό δε φτάνει, διπλό περισσεύει (παροιμία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιττός — ή, ό 1. αυτός που είναι παραπανίσιος, άχρηστος, ανώφελος, αυτός που περισσεύει: Περιττά λόγια. 2. (μαθημ.), αριθμός που δε διαιρείται με το δύο ακριβώς (1, 3, 5, 7, 9), αλλιώς μονός (αντίθ. άρτιος, ζυγός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσθετος — η, ο αυτός που προστέθηκε, ο παραπανίσιος: Πρόσθετα έξοδα. – Πρόσθετα βάρη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπεράριθμος — η, ο αυτός που είναι πέρα από τον αναγκαίο ή συνηθισμένο αριθμό, αυτός που περισσεύει, ο παραπανίσιος: Απολύθηκε ως υπεράριθμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)